υαλογραφικός

υαλογραφικός
η , ό[ν] 1.
1) стеклографический; 2) витражный; 2. (η ) стеклографирование

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "υαλογραφικός" в других словарях:

  • υαλογραφικός — ή, ό, Ν [υαλογραφία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υαλογραφία και στο υαλογράφημα 2. το θηλ. ως ουσ. η υαλογραφική η υαλογραφία. επίρρ... υαλογραφικώς και υαλογραφικά Ν με υαλογραφία …   Dictionary of Greek

  • υαλογραφικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην υαλογραφία (βλ. λ.): Υαλογραφικές εργασίες. 2. το θηλ. ως ουσ., υαλογραφική η υαλογραφία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»